Ετυμολογία

επεξεργασία
εκβιομηχανίζω < εκ- + βιομηχανία + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική industrialiser)

εκβιομηχανίζω (παθητική φωνή: εκβιομηχανίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία