Ετυμολογία

επεξεργασία
αποβιομηχανίζω < απο- + βιομηχανία + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική deindustrialize)

αποβιομηχανίζω (παθητική φωνή: αποβιομηχανίζομαι)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία