βιομηχανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιομηχανισμός < βιομηχανία + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική industrialisme)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιομηχανισμός αρσενικό
- θεωρία και πρακτική που τοποθετεί τη βιομηχανία σε ανώτερη θέση σε σχέση με άλλους οικονομικούς τομείς
- η εκβιομηχάνιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεωρία και πρακτική…
εκβιομηχάνιση
|