αποβιομηχάνιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποβιομηχάνιση | οι | αποβιομηχανίσεις |
γενική | της | αποβιομηχάνισης* | των | αποβιομηχανίσεων |
αιτιατική | την | αποβιομηχάνιση | τις | αποβιομηχανίσεις |
κλητική | αποβιομηχάνιση | αποβιομηχανίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποβιομηχανίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποβιομηχάνιση < αποβιομηχανίζω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική deindustrialization)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποβιομηχάνιση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του αποβιομηχανίζω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποβιομηχάνιση