αποβιομηχανίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποβιομηχανίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποβιομηχανίζω
- θα αποβιομηχανίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποβιομηχανίζω