μεταβιομηχανικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταβιομηχανικός < μετα- + βιομηχανικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική postindustriel[1] [2] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική postindustrial[1] [2])
Επίθετο
επεξεργασίαμεταβιομηχανικός
- (κοινωνιολογία, οικονομία) που αναφέρεται στην περίοδο έπειτα από τη μεγάλη ανάπτυξη της βιομηχανίας (Βιομηχανική επανάσταση) και της κυριαρχίας της βιομηχανικής παραγωγής, όπου επικρατεί ο τριτογενής τομέας της οικονομίας, της παροχής υπηρεσιών, έναντι του μεταποιητικού (δευτερογενής τομέας)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταβιομηχανικός
- ↑ 1,0 1,1 μεταβιομηχανικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 μεταβιομηχανικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)