πολύυδρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολύυδρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύυδρος < πολύ- + -υδρος (ὕδωρ)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /poˈli.i.ðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐υ‐δρος
Επίθετο επεξεργασία
πολύυδρος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολύυδρος
|
Πηγές επεξεργασία
- πολύυδρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πολύυδρος, -ος, -ον
Πηγές επεξεργασία
- πολύυδρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.