Δείτε επίσης: άνυδρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄνυδρος τὸ ἄνυδρον οἱ, αἱ ἄνυδροι τὰ ἄνυδρα
Γενική τοῦ, τῆς ἀνύδρου τοῦ ἀνύδρου τῶν ἀνύδρων τῶν ἀνύδρων
Δοτική τῷ, τῇ ἀνύδρῳ τῷ ἀνύδρῳ τοῖς, ταῖς ἀνύδροις τοῖς ἀνύδροις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄνυδρον τὸ ἄνυδρον τοὺς, τὰς ἀνύδρους τὰ ἄνυδρα
Κλητική ἄνυδρε ἄνυδρον ἄνυδροι ἄνυδρα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀνύδρω
Γενική-Δοτική ἀνύδροιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄνυδρος < ἀ- + ὕδωρ

  Επίθετο επεξεργασία

ἄνυδρος, -ος, -ον

  1. άνυδρος
  2. που δεν έχει πόσιμο νερό (από πηγές)
  3. (για νεκρό) που δεν έλαβε τις πρέπουσες ταφικές τιμές
  4. (φυτό) ((ελληνιστική κοινή)) (ουσιαστικοποιημένο) ἄνυδρον: το φυτό στρύχνον μανικόν

Συγγενικά επεξεργασία