πολύδροσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολύδροσος < ελληνιστική κοινή πολύδροσος. Μορφολογικά αναλύεται σε πολύ- + δρόσος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈli.ðɾo.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐δρο‐σος
Επίθετο
επεξεργασίαπολύδροσος, -η, -ο
- που είναι γεμάτος δροσιά
- πολύδροση χαράδρα
Συγγενικά
επεξεργασία- Πολύδροσος, Πολύδροσο (τοπωνύμια)
- → δείτε τις λέξεις πολύς και δροσιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολύδροσος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πολύδροσος | τὸ | πολύδροσον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πολυδρόσου | τοῦ | πολυδρόσου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πολυδρόσῳ | τῷ | πολυδρόσῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πολύδροσον | τὸ | πολύδροσον | ||
κλητική ὦ! | πολύδροσε | πολύδροσον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πολύδροσοι | τὰ | πολύδροσᾰ | ||
γενική | τῶν | πολυδρόσων | τῶν | πολυδρόσων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πολυδρόσοις | τοῖς | πολυδρόσοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυδρόσους | τὰ | πολύδροσᾰ | ||
κλητική ὦ! | πολύδροσοι | πολύδροσᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυδρόσω | τὼ | πολυδρόσω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολυδρόσοιν | τοῖν | πολυδρόσοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολύδροσος
Πηγές
επεξεργασία- πολύδροσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.