Πολύδροσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πολύδροσος | οι | Πολύδροσοι |
γενική | της | Πολυδρόσου | των | Πολυδρόσων |
αιτιατική | την | Πολύδροσο | τις | Πολυδρόσους |
κλητική | Πολύδροσε (Πολύδροσο) |
Πολύδροσοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πολύδροσος < πολύδροσος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈli.ðɾo.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πο‐λύ‐δρο‐σος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠολύδροσος θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασία- Σουβάλα (πρώην ονομασία)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Πολύδροσος