πολυτομικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυτομικός < πολυ- + τομή + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική multislice)
Επίθετο επεξεργασία
πολυτομικός
- (τεχνολογία, σπάνιο) που έχει τη δυνατότητα πραγματοποίησης πολλών τομών ή λεπτομερών απεικονίσεων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυτομικός