Δείτε επίσης: Πολυτεχνείο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυτεχνείο τα πολυτεχνεία
      γενική του πολυτεχνείου των πολυτεχνείων
    αιτιατική το πολυτεχνείο τα πολυτεχνεία
     κλητική πολυτεχνείο πολυτεχνεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυτεχνείο < πολυτεχνική σχολή + -είο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική École polytechnique)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.teˈxni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐τε‐χνεί‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυτεχνείο ουδέτερο

  1. (εκπαίδευση) εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτατης βαθμίδας, όπου διδάσκονται θετικές εφαρμοσμένες επιστήμες (πληροφορική, μηχανολογία, αρχιτεκτονική, ηλεκτρολογία κ.λπ.) και καλές τέχνες
  2. (συνεκδοχικά, ιστορία) η Εξέγερση του Πολυτεχνείου στα 1973

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πολύς και τέχνη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία