ηλεκτρολογία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ηλεκτρολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική électrologie < αρχαία ελληνική ἤλεκτρον + λέγω. Μορφολογικά, ηλεκτρο- + -λογία.[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.le.ktɾo.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λε‐κτρο‐λο‐γί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ηλεκτρολογία θηλυκό
- (φυσική) επιστήμη που ασχολείται με την τεχνολογία του ηλεκτρικού ρεύματος
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ηλεκτρολόγος, ήλεκτρο και λέγω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ηλεκτρολογία
Επεξεργασία
- ↑ ηλεκτρολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.