↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυσύνδετος η πολυσύνδετη το πολυσύνδετο
      γενική του πολυσύνδετου της πολυσύνδετης του πολυσύνδετου
    αιτιατική τον πολυσύνδετο την πολυσύνδετη το πολυσύνδετο
     κλητική πολυσύνδετε πολυσύνδετη πολυσύνδετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυσύνδετοι οι πολυσύνδετες τα πολυσύνδετα
      γενική των πολυσύνδετων των πολυσύνδετων των πολυσύνδετων
    αιτιατική τους πολυσύνδετους τις πολυσύνδετες τα πολυσύνδετα
     κλητική πολυσύνδετοι πολυσύνδετες πολυσύνδετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυσύνδετος < ελληνιστική κοινή πολυσύνδετος < πολυ- + σύνδετος < συνδέ(ω) + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυσύνδετος, -η, -ο

  1. που έχει συνδεθεί με πολλούς τρόπους ή με πολλά στοιχεία
  2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη πολυσύνδετο (σχήμα λόγου)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολυσύνδετος τὸ πολυσύνδετον
      γενική τοῦ/τῆς πολυσυνδέτου τοῦ πολυσυνδέτου
      δοτική τῷ/τῇ πολυσυνδέτ τῷ πολυσυνδέτ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολυσύνδετον τὸ πολυσύνδετον
     κλητική ! πολυσύνδετε πολυσύνδετον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολυσύνδετοι τὰ πολυσύνδετ
      γενική τῶν πολυσυνδέτων τῶν πολυσυνδέτων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυσυνδέτοις τοῖς πολυσυνδέτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυσυνδέτους τὰ πολυσύνδετ
     κλητική ! πολυσύνδετοι πολυσύνδετ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυσυνδέτω τὼ πολυσυνδέτω
      γεν-δοτ τοῖν πολυσυνδέτοιν τοῖν πολυσυνδέτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυσύνδετος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πολυ- + σύνδετος < συνδέ(ω) + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυσύνδετος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία