Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυσύνδετο τα πολυσύνδετα
      γενική του πολυσύνδετου των πολυσύνδετων
    αιτιατική το πολυσύνδετο τα πολυσύνδετα
     κλητική πολυσύνδετο πολυσύνδετα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυσύνδετο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυσύνδετος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυσύνδετο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία