↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυσύνδετο τα πολυσύνδετα
      γενική του πολυσύνδετου των πολυσύνδετων
    αιτιατική το πολυσύνδετο τα πολυσύνδετα
     κλητική πολυσύνδετο πολυσύνδετα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυσύνδετο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυσύνδετος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυσύνδετο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία