Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυπλεξία οι πολυπλεξίες
      γενική της πολυπλεξίας των πολυπλεξιών
    αιτιατική την πολυπλεξία τις πολυπλεξίες
     κλητική πολυπλεξία πολυπλεξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυπλεξία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multiplexing < multi- (πολυ- + -plex (< λατινικά plectere < αρχαία ελληνικά πλεκ- (πλέκω) ή complex

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.pleˈksi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐πλε‐ξί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυπλεξία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία