πολυπλεξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πολυπλεξία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multiplexing < multi- (πολυ- + -plex (< λατινικά plectere < αρχαία ελληνικά πλεκ- (πλέκω) ή complex
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.li.pleˈksi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐πλε‐ξί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πολυπλεξία θηλυκό
- (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) η μέθοδος, η οποία επιτρέπει σε ψηφιακά δεδομένα ή αναλογικά σήματα από διαφορετικές πηγές, να διέλθουν μέσα από το ίδιο φυσικό μέσο (ένα καλώδιο, στην ενσύρματη επικοινωνία, ή ο ελεύθερος χώρος, στην ασύρματη επικοινωνία). Με αυτόν τον τρόπο κάποιος πόρος, ο οποίος είναι σπάνιος, διαμοιράζεται σε πολλαπλούς χρήστες.
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολυπλεξία