διαμοιράζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαμοιράζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος διαμοιράζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαμοιράζομαι | διαμοιραζόμουν(α) | θα διαμοιράζομαι | να διαμοιράζομαι | ||
β' ενικ. | διαμοιράζεσαι | διαμοιραζόσουν(α) | θα διαμοιράζεσαι | να διαμοιράζεσαι | (διαμοιράζου) | |
γ' ενικ. | διαμοιράζεται | διαμοιραζόταν(ε) | θα διαμοιράζεται | να διαμοιράζεται | ||
α' πληθ. | διαμοιραζόμαστε | διαμοιραζόμαστε διαμοιραζόμασταν |
θα διαμοιραζόμαστε | να διαμοιραζόμαστε | ||
β' πληθ. | διαμοιράζεστε | διαμοιραζόσαστε διαμοιραζόσασταν |
θα διαμοιράζεστε | να διαμοιράζεστε | (διαμοιράζεστε) | |
γ' πληθ. | διαμοιράζονται | διαμοιράζονταν διαμοιραζόντουσαν |
θα διαμοιράζονται | να διαμοιράζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαμοιράστηκα | θα διαμοιραστώ | να διαμοιραστώ | διαμοιραστεί | ||
β' ενικ. | διαμοιράστηκες | θα διαμοιραστείς | να διαμοιραστείς | διαμοιράσου | ||
γ' ενικ. | διαμοιράστηκε | θα διαμοιραστεί | να διαμοιραστεί | |||
α' πληθ. | διαμοιραστήκαμε | θα διαμοιραστούμε | να διαμοιραστούμε | |||
β' πληθ. | διαμοιραστήκατε | θα διαμοιραστείτε | να διαμοιραστείτε | διαμοιραστείτε | ||
γ' πληθ. | διαμοιράστηκαν διαμοιραστήκαν(ε) |
θα διαμοιραστούν(ε) | να διαμοιραστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαμοιραστεί | είχα διαμοιραστεί | θα έχω διαμοιραστεί | να έχω διαμοιραστεί | διαμοιρασμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαμοιραστεί | είχες διαμοιραστεί | θα έχεις διαμοιραστεί | να έχεις διαμοιραστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαμοιραστεί | είχε διαμοιραστεί | θα έχει διαμοιραστεί | να έχει διαμοιραστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαμοιραστεί | είχαμε διαμοιραστεί | θα έχουμε διαμοιραστεί | να έχουμε διαμοιραστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαμοιραστεί | είχατε διαμοιραστεί | θα έχετε διαμοιραστεί | να έχετε διαμοιραστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαμοιραστεί | είχαν διαμοιραστεί | θα έχουν διαμοιραστεί | να έχουν διαμοιραστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαμοιράζομαι
|