πολέμαρχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολέμαρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολέμαρχος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈle.maɾ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λέ‐μαρ‐χος
- τονικό παρώνυμο: πολεμάρχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολέμαρχος αρσενικό
- αρχηγός στρατιωτικού ή αντάρτικου σώματος
- γενναίος πολεμιστής
- (ιστορία) ένας από τους εννέα άρχοντες στην αρχαία Αθήνα ο οποίος ήταν αρμόδιος στα πολεμικά και στρατιωτικά ζητήματα για ένα έτος
- (ιστορία) ο ανώτερος οπλαρχηγός στην περίοδο της Τουρκοκρατίας ο οποίος είχε απόλυτη εξουσία κι ευθύνη
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πολέμαρχος | οἱ | πολέμαρχοι |
γενική | τοῦ | πολεμάρχου | τῶν | πολεμάρχων |
δοτική | τῷ | πολεμάρχῳ | τοῖς | πολεμάρχοις |
αιτιατική | τὸν | πολέμαρχον | τοὺς | πολεμάρχους |
κλητική ὦ! | πολέμαρχε | πολέμαρχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολεμάρχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολεμάρχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπολέμαρχος αρσενικό
- ένας από τους εννέα άρχοντες στην αρχαία Αθήνα που ήταν αρμόδιος στα πολεμικά και στρατιωτικά ζητήματα για ένα έτος
- ※ 4ος, 3ος αιώνας Ξενοφών, Ἑλληνικά, 5.2.30 @greek-language.gr Μετάφραση (1966): Ρόδης Ρούφος
- ἐγὼ δὲ τοῦ νόμου κελεύοντος ἐξεῖναι πολεμάρχῳ λαβεῖν, εἴ τις δοκεῖ ἄξια θανάτου ποιεῖν, λαμβάνω τουτονὶ Ἰσμηνίαν, ὡς πολεμοποιοῦντα
- Τώρα, ο νόμος ορίζει ότι ο πολέμαρχος έχει δικαίωμα να συλλαμβάνει όποιον κρίνει ότι αξίζει τον θάνατο για τις πράξεις του· σύμφωνα λοιπόν μ᾽ αυτόν, εγώ συλλαμβάνω τούτον δω τον Ισμηνία, σαν υποκινητή πολέμου.
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- πολέμαρχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολέμαρχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.