Δείτε επίσης: πολεμάρχος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολέμαρχος οι πολέμαρχοι
      γενική του πολεμάρχου
πολέμαρχου
των πολεμάρχων
    αιτιατική τον πολέμαρχο τους πολεμάρχους
πολέμαρχους
     κλητική πολέμαρχε πολέμαρχοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολέμαρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολέμαρχος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /poˈle.maɾ.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λέ‐μαρ‐χος
τονικό παρώνυμο: πολεμάρχος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολέμαρχος αρσενικό

  1. αρχηγός στρατιωτικού ή αντάρτικου σώματος
  2. γενναίος πολεμιστής
  3. (ιστορία) ένας από τους εννέα άρχοντες στην αρχαία Αθήνα ο οποίος ήταν αρμόδιος στα πολεμικά και στρατιωτικά ζητήματα για ένα έτος
  4. (ιστορία) ο ανώτερος οπλαρχηγός στην περίοδο της Τουρκοκρατίας ο οποίος είχε απόλυτη εξουσία κι ευθύνη

Ταυτόσημο

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολέμαρχος οἱ πολέμαρχοι
      γενική τοῦ πολεμάρχου τῶν πολεμάρχων
      δοτική τῷ πολεμάρχ τοῖς πολεμάρχοις
    αιτιατική τὸν πολέμαρχον τοὺς πολεμάρχους
     κλητική ! πολέμαρχε πολέμαρχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολεμάρχω
γεν-δοτ τοῖν  πολεμάρχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολέμαρχος< πόλεμ(ος) + -αρχος (< ἂρχω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολέμαρχος αρσενικό

  • ένας από τους εννέα άρχοντες στην αρχαία Αθήνα που ήταν αρμόδιος στα πολεμικά και στρατιωτικά ζητήματα για ένα έτος
    ※  4ος, 3ος αιώνας Ξενοφών, Ἑλληνικά, 5.2.30 @greek-language.gr Μετάφραση (1966): Ρόδης Ρούφος
    ἐγὼ δὲ τοῦ νόμου κελεύοντος ἐξεῖναι πολεμάρχῳ λαβεῖν, εἴ τις δοκεῖ ἄξια θανάτου ποιεῖν, λαμβάνω τουτονὶ Ἰσμηνίαν, ὡς πολεμοποιοῦντα
    Τώρα, ο νόμος ορίζει ότι ο πολέμαρχος έχει δικαίωμα να συλλαμβάνει όποιον κρίνει ότι αξίζει τον θάνατο για τις πράξεις του· σύμφωνα λοιπόν μ᾽ αυτόν, εγώ συλλαμβάνω τούτον δω τον Ισμηνία, σαν υποκινητή πολέμου.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)