πλούμιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλούμιο | τα | πλούμια |
γενική | του | πλούμιου & πλουμίου |
των | πλούμιων & πλουμίων |
αιτιατική | το | πλούμιο | τα | πλούμια |
κλητική | πλούμιο | πλούμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλούμιο ουδέτερο
- (ανοδικός) σχηματισμός καπνού, ομίχλης, νέφους μικροσωματιδίων κ.λπ.
- ※ Ενδεικτικό της έντασης των ανοδικών ρευμάτων στην πυρκαγιά της Βαρυμπόμπης είναι το γεγονός πως καταγράφηκαν παροδικά νέφη πυροσωρειτών, ακριβώς πάνω από το πλούμιο του καπνού. (Εφημερίδα των Συντακτών, 04.08.2021)
- ※ Αντίστοιχα δίνονται οι εξισώσεις περιγραφής της κατανομής της κατακόρυφης ταχύτητας και της συγκέντρωσης ρύπων σε υποβρύχιο ανωστικό πλούμιο. Παρουσιάζεται κώδικας σε γλώσσα προγραμματισμού Matlab για την επίλυση των ομοιωμάτων διασποράς ρύπων από υποβρύχιες φλέβες και πλούμια. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλούμιο
|