μικροσωματίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μικροσωματίδιο | τα | μικροσωματίδια |
γενική | του | μικροσωματίδιου & μικροσωματιδίου |
των | μικροσωματίδιων & μικροσωματιδίων |
αιτιατική | το | μικροσωματίδιο | τα | μικροσωματίδια |
κλητική | μικροσωματίδιο | μικροσωματίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικροσωματίδιο (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική microparticle. Μορφολογικά αναλύεται σε μικρο- + σωματίδιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροσωματίδιο ουδέτερο
- (νεολογισμός, φυσική) πολύ μικρό σωματίδιο, που η διάμετρός του μετριέται σε μικρόμετρα
Συγγενικά
επεξεργασία- μικροσωμάτιο
- μικροσωματιδιακός
- → και δείτε τις λέξεις μικρο-, σώμα και σωματίδιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροσωματίδιο
Πηγές
επεξεργασία- μικροσωματίδια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μικροσωματίδιο - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr