μικροσωματιδιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροσωματιδιακός (νεολογισμός) < μικροσωματίδ(ιο) + -ιακός
Επίθετο
επεξεργασίαμικροσωματιδιακός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, φυσική) που σχετίζεται ή αναφέρεται στα μικροσωματίδια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροσωματιδιακός
|
Πηγές
επεξεργασία- μικροσωματιδιακός - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr