↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροσωματιδιακός η μικροσωματιδιακή το μικροσωματιδιακό
      γενική του μικροσωματιδιακού της μικροσωματιδιακής του μικροσωματιδιακού
    αιτιατική τον μικροσωματιδιακό τη μικροσωματιδιακή το μικροσωματιδιακό
     κλητική μικροσωματιδιακέ μικροσωματιδιακή μικροσωματιδιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροσωματιδιακοί οι μικροσωματιδιακές τα μικροσωματιδιακά
      γενική των μικροσωματιδιακών των μικροσωματιδιακών των μικροσωματιδιακών
    αιτιατική τους μικροσωματιδιακούς τις μικροσωματιδιακές τα μικροσωματιδιακά
     κλητική μικροσωματιδιακοί μικροσωματιδιακές μικροσωματιδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικροσωματιδιακός (νεολογισμός) < μικροσωματίδ(ιο) + -ιακός

  Επίθετο

επεξεργασία

μικροσωματιδιακός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία