πυροσωρείτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυροσωρείτης < πυρο- + σωρείτης, μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική pyrocumulus
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.ɾo.soˈɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐σω‐ρεί‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυροσωρείτης αρσενικό
- (μετεωρολογία) πυκνό νέφος που δημιουργείται λόγω πυρκαγιάς ή ηφαιστειακής έκρηξης
- ※ Ενδεικτικό της έντασης των ανοδικών ρευμάτων στην πυρκαγιά της Βαρυμπόμπης είναι το γεγονός πως καταγράφηκαν παροδικά νέφη πυροσωρειτών, ακριβώς πάνω από το πλούμιο του καπνού. (Εφημερίδα των Συντακτών, 04.08.2021)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυροσωρείτης