Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυροσωρείτης οι πυροσωρείτες
      γενική του πυροσωρείτη των πυροσωρειτών
    αιτιατική τον πυροσωρείτη τους πυροσωρείτες
     κλητική πυροσωρείτη πυροσωρείτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυροσωρείτης < πυρο- + σωρείτης, μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική pyrocumulus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.ɾo.soˈɾi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ρο‐σω‐ρεί‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Πυροσωρείτης κατά τη διάρκεια εκδήλωσης πυρκαγιάς στις ΗΠΑ

πυροσωρείτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία