↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλασμαφαίρεση οι πλασμαφαιρέσεις
      γενική της πλασμαφαίρεσης* των πλασμαφαιρέσεων
    αιτιατική την πλασμαφαίρεση τις πλασμαφαιρέσεις
     κλητική πλασμαφαίρεση πλασμαφαιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλασμαφαιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Συσκευή πλασμαφαίρεσης

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλασμαφαίρεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: plasmapheresis / plasmaphaeresis < αρχαία ελληνική πλάσμα + ἀφαίρεσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλασμαφαίρεση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία