πλασμαφαίρεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλασμαφαίρεση | οι | πλασμαφαιρέσεις |
γενική | της | πλασμαφαίρεσης* | των | πλασμαφαιρέσεων |
αιτιατική | την | πλασμαφαίρεση | τις | πλασμαφαιρέσεις |
κλητική | πλασμαφαίρεση | πλασμαφαιρέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλασμαφαιρέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλασμαφαίρεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: plasmapheresis / plasmaphaeresis < αρχαία ελληνική πλάσμα + ἀφαίρεσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλασμαφαίρεση θηλυκό
- (ιατρική) διαδικασία κάθαρσης του αίματος για την απομάκρυνση βλαβερών ουσιών (ενδοτοξινών, παθογόνων αντισωμάτων κ.ά.), που διενεργείται με την αφαίρεση πλάσματος από το αίμα με ειδική συσκευή, διαχωρισμό μέσω μεμβράνης φίλτρου και διήθησή του, και η επιστροφή του καθαρμένου πλάσματος στον ασθενή
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Plasmapheresis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλασμαφαίρεση