ενδοτοξίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοτοξίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική endotoxin < αρχαία ελληνική ἔνδον + τόξον
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενδοτοξίνη θηλυκό
- (βιολογία) λιποπολυσακχαρίτης ο οποίος αποτελεί τμήμα του κυτταρικού τοιχώματος των Gram- αρνητικών βακτηρίων και προσδένεται στους υποδοχείς CD14 των λευκοκυττάρων