Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοτοξίνη οι ενδοτοξίνες
      γενική της ενδοτοξίνης των ενδοτοξινών
    αιτιατική την ενδοτοξίνη τις ενδοτοξίνες
     κλητική ενδοτοξίνη ενδοτοξίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδοτοξίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική endotoxin < αρχαία ελληνική ἔνδον + τόξον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενδοτοξίνη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία