Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλάτανος οι πλάτανοι
      γενική του πλάτανου των πλάτανων
    αιτιατική τον πλάτανο τους πλάτανους
     κλητική πλάτανε πλάτανοι
Δείτε και το ουδέτερο πλατάνι.
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κλαδιά πλατάνου με φύλλα και καρπούς.

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλάτανος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλάτανος θηλυκό[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpla.ta.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλά‐τα‐νος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλάτανος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλάτανος αἱ πλάτανοι
      γενική τῆς πλατάνου τῶν πλατάνων
      δοτική τῇ πλατάν ταῖς πλατάνοις
    αιτιατική τὴν πλάτανον τὰς πλατάνους
     κλητική ! πλάτανε πλάτανοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλατάνω
γεν-δοτ τοῖν  πλατάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα


  Πηγές επεξεργασία