platano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- platano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | platano | platanoj |
αιτιατική | platanon | platanojn |
platano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | platano | platanoj |
αιτιατική | platanon | platanojn |
platano (eo)