Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλατάνι τα πλατάνια
      γενική του πλατανιού των πλατανιών
    αιτιατική το πλατάνι τα πλατάνια
     κλητική πλατάνι πλατάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλατάνι < μεσαιωνική ελληνική[1] *πλατάνιον, υποκοριτικός τύπος για την αρχαία ελληνική πλάτανος (θηλυκό)[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /plaˈta.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλα‐τά‐νι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλατάνι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «πλάτανος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. πλατάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας