Μεγαπλάτανος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μεγαπλάτανος | οι | Μεγαπλάτανοι |
γενική | του | Μεγαπλάτανου | των | Μεγαπλάτανων |
αιτιατική | τον | Μεγαπλάτανο | τους | Μεγαπλάτανους |
κλητική | Μεγαπλάτανε | Μεγαπλάτανοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ɣaˈpla.ta.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐γα‐πλά‐τα‐νος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜεγαπλάτανος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Μεγαπλάτανος