μεγα-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεγα- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεγα- < μέγας. Για τους επιστημονικούς όρους, λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία mega-. Για τη μονάδα μέτρησης, συνθετικό λέξης συχνά απροσάρμοστης στο κλιτικό σύστημα των νέων ελληνικών[1]
Προφορά
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
μεγα-, μεγά- (και μεγ-)
- έχει υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις
- (σε επίθετα) χαρακτηρίζει έντονα το προσδιοριζόμενο
- (ιατρική) έχει παθολογικά μεγάλη ανάπτυξη
- (φυσική, μονάδα μέτρησης) μεγαλύτερη κατά ένα εκατομμύριο φορές από τη βασική μονάδα[2]
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μεγα- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεγα- < μέγας
Πρόθημα
επεξεργασία
μεγα-
- πρόθημα που δηλώνει ότι το β΄ συνθετικό έχει υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις ή ένταση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- μεγαλο- (συνηθέστερο)