πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγάτονος οι μεγάτονοι
      γενική του μεγάτονου
& μεγατόνου
των μεγάτονων
& μεγατόνων
    αιτιατική τον μεγάτονο τους μεγάτονους
& μεγατόνους
     κλητική μεγάτονε μεγάτονοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Δείτε και την κλίση του μεγατόνος.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μεγάτονος < μεγά- (< mega-) + τόνος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεγάτονος αρσενικό (και μεγατόνος)

Μεταφράσεις

επεξεργασία