Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγάτονος οι μεγάτονοι
      γενική του μεγάτονου
μεγατόνου
των μεγάτονων
μεγατόνων
    αιτιατική τον μεγάτονο τους μεγάτονους
μεγατόνους
     κλητική μεγάτονε μεγάτονοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Δείτε και την κλίση του μεγατόνος.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγάτονος < μεγά- (< mega-) + τόνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεγάτονος αρσενικό (και μεγατόνος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία