ενικός         πληθυντικός  
platane platanes

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

platane (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • rentrer dans un platane (σκωπτικό) πέφτω με το αυτοκίνητο πάνω σ'ένα δέντρο