↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιοδοντικός η περιοδοντική το περιοδοντικό
      γενική του περιοδοντικού της περιοδοντικής του περιοδοντικού
    αιτιατική τον περιοδοντικό την περιοδοντική το περιοδοντικό
     κλητική περιοδοντικέ περιοδοντική περιοδοντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιοδοντικοί οι περιοδοντικές τα περιοδοντικά
      γενική των περιοδοντικών των περιοδοντικών των περιοδοντικών
    αιτιατική τους περιοδοντικούς τις περιοδοντικές τα περιοδοντικά
     κλητική περιοδοντικοί περιοδοντικές περιοδοντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιοδοντικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική periodontic[1]< peri- < αρχαία ελληνική περί + odont- < αρχαία ελληνική ὀδοντ- (ὀδούς) + -ic < -ικός ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική periodontal [2] . Μορφολογικά αναλύεται σε περι- + οδοντικός < οδοντ- + -ικός.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ɾi.o.ðon.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐ο‐δο‐ντι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

περιοδοντικός, -ή, -ό

  1. (ανατομία, οδοντιατρική) που σχετίζεται με το περιοδόντιο
    περιοδοντικό απόστημα. περιοδοντική μεμβράνη
  2. (για ασθενή) που υποφέρει από περιοδοντίτιδα
    περιοδοντικός ασθενής

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. περιοδοντικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)