↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περίτρομος η περίτρομη το περίτρομο
      γενική του περίτρομου της περίτρομης του περίτρομου
    αιτιατική τον περίτρομο την περίτρομη το περίτρομο
     κλητική περίτρομε περίτρομη περίτρομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περίτρομοι οι περίτρομες τα περίτρομα
      γενική των περίτρομων των περίτρομων των περίτρομων
    αιτιατική τους περίτρομους τις περίτρομες τα περίτρομα
     κλητική περίτρομοι περίτρομες περίτρομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περίτρομος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίτρομος < περί- + αρχαία ελληνική τρόμος + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

περίτρομος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / περίτρομος τὸ περίτρομον
      γενική τοῦ/τῆς περιτρόμου τοῦ περιτρόμου
      δοτική τῷ/τῇ περιτρόμ τῷ περιτρόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν περίτρομον τὸ περίτρομον
     κλητική ! περίτρομε περίτρομον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ περίτρομοι τὰ περίτρομ
      γενική τῶν περιτρόμων τῶν περιτρόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς περιτρόμοις τοῖς περιτρόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς περιτρόμους τὰ περίτρομ
     κλητική ! περίτρομοι περίτρομ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ περιτρόμω τὼ περιτρόμω
      γεν-δοτ τοῖν περιτρόμοιν τοῖν περιτρόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περίτρομος < περί- + αρχαία ελληνική τρόμ(ος) + -ος < → δείτε τη λέξη τρέμω

  Επίθετο

επεξεργασία

περίτρομος, -ος, -ον