περίτρομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίτρομος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίτρομος < περί- + αρχαία ελληνική τρόμος + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαπερίτρομος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίτρομος < περί- + αρχαία ελληνική τρόμ(ος) + -ος < → δείτε τη λέξη τρέμω
Επίθετο
επεξεργασίαπερίτρομος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία- περίτρομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.