πεζομάχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεζομάχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πεζομάχος < αρχαία ελληνική πεζομαχία. Μορφολογικά αναλύεται σε πεζο- + -μάχος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.zoˈma.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζο‐μά‐χος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεζομάχος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πεζομάχος
|
Πηγές
επεξεργασία- Λέξεις με πεζομαχ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πεζομάχος | τὸ | πεζομάχον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πεζομάχου | τοῦ | πεζομάχου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πεζομάχῳ | τῷ | πεζομάχῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πεζομάχον | τὸ | πεζομάχον | ||
κλητική ὦ! | πεζομάχε | πεζομάχον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πεζομάχοι | τὰ | πεζομάχᾰ | ||
γενική | τῶν | πεζομάχων | τῶν | πεζομάχων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πεζομάχοις | τοῖς | πεζομάχοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πεζομάχους | τὰ | πεζομάχᾰ | ||
κλητική ὦ! | πεζομάχοι | πεζομάχᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεζομάχω | τὼ | πεζομάχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πεζομάχοιν | τοῖν | πεζομάχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Πηγές
επεξεργασία- πεζομάχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πεζομάχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.