Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεζομαχία οι πεζομαχίες
      γενική της πεζομαχίας των πεζομαχιών
    αιτιατική την πεζομαχία τις πεζομαχίες
     κλητική πεζομαχία πεζομαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζομαχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεζομαχία. Μορφολογικά αναλύεται σε πεζο- + -μαχία.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.zo.maˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ζο‐μα‐χί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεζομαχία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πεζομαχί αἱ πεζομαχίαι
      γενική τῆς πεζομαχίᾱς τῶν πεζομαχιῶν
      δοτική τῇ πεζομαχί ταῖς πεζομαχίαις
    αιτιατική τὴν πεζομαχίᾱν τὰς πεζομαχίᾱς
     κλητική ! πεζομαχί πεζομαχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεζομαχί
γεν-δοτ τοῖν  πεζομαχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζομαχία < πεζο- + -μαχία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία