Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η παροιμιογράφος οι παροιμιογράφοι
      γενική του/της παροιμιογράφου των παροιμιογράφων
    αιτιατική τον/την παροιμιογράφο τους/τις παροιμιογράφους
     κλητική παροιμιογράφε παροιμιογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παροιμιογράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παροιμιογράφος < αρχαία ελληνική παροιμί(α) + -ο- + -γράφος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾi.mi.oˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ροι‐μι‐ο‐γρά‐φος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παροιμιογράφος αρσενικό

  1. (φιλολογία) συγγραφέας ή σχολιαστής παροιμιών κατά την ελληνιστική ή μεσαιωνική περίοδο
  2. (γενικότερα αρσενικό ή θηλυκό) που καταγράφει παροιμίες σε συλλογή που καταρτίζει

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παροιμιογράφος οἱ παροιμιογράφοι
      γενική τοῦ παροιμιογράφου τῶν παροιμιογράφων
      δοτική τῷ παροιμιογράφ τοῖς παροιμιογράφοις
    αιτιατική τὸν παροιμιογράφον τοὺς παροιμιογράφους
     κλητική ! παροιμιογράφε παροιμιογράφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παροιμιογράφω
γεν-δοτ τοῖν  παροιμιογράφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παροιμιογράφος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παροιμί(α) + -ο- + -γράφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παροιμιογράφος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία