παρθένιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παρθένιο | τα | παρθένια |
γενική | του | παρθένιου & παρθενίου |
των | παρθένιων & παρθενίων |
αιτιατική | το | παρθένιο | τα | παρθένια |
κλητική | παρθένιο | παρθένια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρθένιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρθένιον (νεαρή κοπέλα), ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παρθένιος (που έχει σχέση με κοπέλες), απόδοση για την αγγλική virginal < → δείτε και τη λατινική virginalis. Συγκρίνετε με το συνώνυμο βίρτζιναλ.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paɾˈθe.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐θέ‐νι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρθένιο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) συνώνυμο του βίρτζιναλ: αγγλικό αναγεννησιακό πληκτροφόρο μουσικό όργανο, παρόμοιο με το τσέμπαλο [1]
- (νεότερη σημασία, διαφορετική από την αρχαία) λυρικό χορικό άσμα που τραγουδιόταν από παρθένες, κατά την αρχαιότητα [2]
Δείτε επίσης
επεξεργασία- βιργινάλιο (στην ελληνική Βικιπαίδεια βιργινάλι, βιργινάλιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ λήμματα παρθένιον, βίρτζιναλ - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ παρθένιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)