Δείτε επίσης: Παρθένιον

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παρθένιον τὰ παρθένι
      γενική τοῦ παρθενίου τῶν παρθενίων
      δοτική τῷ παρθενί τοῖς παρθενίοις
    αιτιατική τὸ παρθένιον τὰ παρθένι
     κλητική ! παρθένιον παρθένι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρθενίω
γεν-δοτ τοῖν  παρθενίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

παρθένιον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παρθένιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρθένιον, -ου ουδέτερο

  1. νεαρή κοπέλα, κοριτσόπουλο
  2. (ελληνιστική σημασία)
    1. (βοτανική) συνώνυμο του ἑλξίνη
    2. (βοτανική) συνώνυμο του λινόζωστις
  3. → δείτε και τη λέξη Παρθένιον (τοπωνύμιο)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

παρθένιον: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

παρθένιον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του παρθένιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παρθένιος

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λήμματα παρθένιον, βίρτζιναλ - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

  Πηγές επεξεργασία