παρθένιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | παρθένιον | τὰ | παρθένιᾰ |
γενική | τοῦ | παρθενίου | τῶν | παρθενίων |
δοτική | τῷ | παρθενίῳ | τοῖς | παρθενίοις |
αιτιατική | τὸ | παρθένιον | τὰ | παρθένιᾰ |
κλητική ὦ! | παρθένιον | παρθένιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρθενίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παρθενίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- παρθένιον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παρθένιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρθένιον, -ου ουδέτερο
- νεαρή κοπέλα, κοριτσόπουλο
- (ελληνιστική σημασία)
- → δείτε και τη λέξη Παρθένιον (τοπωνύμιο)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παρθένος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα) παρθένιον: παρθένιο, το βίρτζιναλ [1] → δείτε την αγγλική λέξη virginal < λατινική virginalis
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- παρθένιον: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαρθένιον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του παρθένιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παρθένιος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λήμματα παρθένιον, βίρτζιναλ - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
επεξεργασία- παρθένιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.