Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρεξηγιάρης η παρεξηγιάρα το παρεξηγιάρικο
      γενική του παρεξηγιάρη της παρεξηγιάρας του παρεξηγιάρικου
    αιτιατική τον παρεξηγιάρη την παρεξηγιάρα το παρεξηγιάρικο
     κλητική παρεξηγιάρη παρεξηγιάρα παρεξηγιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρεξηγιάρηδες οι παρεξηγιάρες τα παρεξηγιάρικα
      γενική των παρεξηγιάρηδων των παρεξηγιάρικων
    αιτιατική τους παρεξηγιάρηδες τις παρεξηγιάρες τα παρεξηγιάρικα
     κλητική παρεξηγιάρηδες παρεξηγιάρες παρεξηγιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
παρεξηγιάρης < παρεξηγ(ώ) + -ιάρης

  Επίθετο

επεξεργασία

παρεξηγιάρης, -α, -ικο

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρεξηγιάρης οι παρεξηγιάρηδες
      γενική του παρεξηγιάρη των παρεξηγιάρηδων
    αιτιατική τον παρεξηγιάρη τους παρεξηγιάρηδες
     κλητική παρεξηγιάρη παρεξηγιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παρεξηγιάρης < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου παρεξηγιάρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρεξηγιάρης αρσενικό (θηλυκό παρεξηγιάρα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία