παρεξηγιάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- παρεξηγιάρα < παρεξηγιάρης + -α
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρεξηγιάρα | οι | παρεξηγιάρες |
γενική | της | παρεξηγιάρας | — | |
αιτιατική | την | παρεξηγιάρα | τις | παρεξηγιάρες |
κλητική | παρεξηγιάρα | παρεξηγιάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρεξηγιάρα θηλυκό
- (προφορικό) θηλυκό του παρεξηγιάρης
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- παρεξηγιάρα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαρεξηγιάρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παρεξηγιάρης
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε παρεξηγιάρης
παρεξηγιάρα
|