Ετυμολογία 1

επεξεργασία
παρεξηγιάρα < παρεξηγιάρης +
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρεξηγιάρα οι παρεξηγιάρες
      γενική της παρεξηγιάρας
    αιτιατική την παρεξηγιάρα τις παρεξηγιάρες
     κλητική παρεξηγιάρα παρεξηγιάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρεξηγιάρα θηλυκό

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
παρεξηγιάρα: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

παρεξηγιάρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε παρεξηγιάρης