πανάμωμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανάμωμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανάμωμος < παν- + ἄμωμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈna.no.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νά‐νω‐μος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παν‐ά‐νω‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαπανάμωμος, -η, -ο
- (επιτατικό επίθετο) άσπιλος, αμόλυντος, πάναγνος
- (εκκλησιαστικός όρος) προσωνυμία και επίκληση της Θεοτόκου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πανάμωμος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπανάμωμος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία- πανάμωμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πανάμωμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.