πίτσικος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πίτσικος | η | πίτσικη | το | πίτσικο |
γενική | του | πίτσικου | της | πίτσικης | του | πίτσικου |
αιτιατική | τον | πίτσικο | την | πίτσικη | το | πίτσικο |
κλητική | πίτσικε | πίτσικη | πίτσικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πίτσικοι | οι | πίτσικες | τα | πίτσικα |
γενική | των | πίτσικων | των | πίτσικων | των | πίτσικων |
αιτιατική | τους | πίτσικους | τις | πίτσικες | τα | πίτσικα |
κλητική | πίτσικοι | πίτσικες | πίτσικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πίτσικος < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική پیچ (piç, μπάρσταρδος, παραφυάδα, τουρκική piç) [1][2] + -ικος < ... < μέση αρμενική բիճ (bič)[3] < ιρανικής προέλευσης .
- Διαφορετική η περσική پوچ (pūch, άδειος, ανόητος).[4]
- Δε σχετίζεται το πιτσιρίκος, πιτσικάρω (με picc-, από τα ιταλικά).
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpi.t͡si.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πί‐τσι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαπίτσικος
- (προφορικό) συνώνυμο του μικρούτσικος, μικρούλης
Μεταφράσεις
επεξεργασία πίτσικος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επίθετο «πίτσικος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ ουσιαστικό πίτσικο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ բիճ (Middle Armenian) στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ پوچ (Persian) στο αγγλικό Βικιλεξικό