Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Αν το πιτσάκος (μικρός σουγιάς) είναι συγγενικό. ‑‑Sarri.greek  | 15:20, 2 Ιανουαρίου 2023 (UTC).


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πίτσικος η πίτσικη το πίτσικο
      γενική του πίτσικου της πίτσικης του πίτσικου
    αιτιατική τον πίτσικο την πίτσικη το πίτσικο
     κλητική πίτσικε πίτσικη πίτσικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πίτσικοι οι πίτσικες τα πίτσικα
      γενική των πίτσικων των πίτσικων των πίτσικων
    αιτιατική τους πίτσικους τις πίτσικες τα πίτσικα
     κλητική πίτσικοι πίτσικες πίτσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πίτσικος < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική پیچ (piç, μπάρσταρδος, παραφυάδα, τουρκική piç) [1][2] + -ικος < ... < μέση αρμενική բիճ (bič)[3] < ιρανικής προέλευσης .

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpi.t͡si.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πί‐τσι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

πίτσικος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. επίθετο «πίτσικος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. ουσιαστικό πίτσικο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. բիճ (Middle Armenian) στο αγγλικό Βικιλεξικό
  4. پوچ (Persian) στο αγγλικό Βικιλεξικό