πιτσικάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιτσικάρω < ιταλική pizzicare < pizzare < pizzo < πρωτογερμανική *spitjaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *spey- (αιχμηρός)
Ρήμα επεξεργασία
πιτσικάρω
- (προφορικό) για κάτι που έχει παραμορφωθεί, κυρτώσει ή στρεβλωθεί ή δεν στέκεται στερεό στη θέση του
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιτσικάρω
|