γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πέπειρος πεπείρ
πέπειρος
τὸ πέπειρον
      γενική τοῦ πεπείρου τῆς πεπείρᾱς
πεπείρου
τοῦ πεπείρου
      δοτική τῷ πεπείρ τῇ πεπείρ
πεπείρ
τῷ πεπείρ
    αιτιατική τὸν πέπειρον τὴν πεπείρᾱν
πέπειρον
τὸ πέπειρον
     κλητική ! πέπειρε πεπείρ
πέπειρε
πέπειρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πέπειροι αἱ πέπειραι
πέπειροι
τὰ πέπειρ
      γενική τῶν πεπείρων τῶν πεπείρων
πεπείρων
τῶν πεπείρων
      δοτική τοῖς πεπείροις ταῖς πεπείραις
πεπείροις
τοῖς πεπείροις
    αιτιατική τοὺς πεπείρους τὰς πεπείρᾱς
πεπείρους
τὰ πέπειρ
     κλητική ! πέπειροι πέπειραι
πέπειροι
πέπειρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πεπείρω τὼ πεπείρ
πεπείρω
τὼ πεπείρω
      γεν-δοτ τοῖν πεπείροιν τοῖν πεπείραιν
πεπείροιν
τοῖν πεπείροιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πέπειρος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

πέπειρος, -ος/-α, -ον, συγκριτικός:πεπειρότερος

  1. (για καρπούς) ώριμος
    ※  6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου μῦθοι, Κολοιὸς καὶ ἀλώπηξ, 128.1
    κολοιὸς λιμώττων ἐπί τινος συκῆς ἐκάθισεν. εὑρὼν δὲ τοὺς ὀλύνθους μηδέπω πεπείρους προσέμενεν, ἕως σῦκα γένωνται.
    • Ήταν μια καλιακούδα που υπέφερε από την πείνα. Πήγε λοιπόν και κούρνιασε πάνω σε μια συκιά· έλα όμως που διαπίστωσε ότι οι καρποί της ήσαν άγουροι ακόμη. Γι᾽ αυτό κάθισε να περιμένει μέχρι να γίνουν ώριμα τα σύκα.
      Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Η καλιακούδα και η αλεπού.
    • Μια καλιακούδα που πεινούσε πήγε και κάθισε πάνω σε μιά συκιά, είχε σύκα άγουρα, και η καλιακούδα κάθισε και περίμενε να ωριμάσουν.
      Μετάφραση: Βικιθήκη.
    ※  1ος κε αιώνας Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 4, 14.2 @scaife.perseus
    τούτου ὁ καρπὸς πέπειρος συλλεγεὶς καὶ ξηρανθεὶς ἐν σκιᾷ πίνεται μετʼ οἴνου δραχμῆς μιᾶς ὁλκὴ ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ σπλῆνα ἐκτήκει καὶ κόπον λύει καὶ ὀρθόπνοιαν ὠφελεῖ καὶ λυγμόν, οὖρόν τε ἄγει ἀπὸ τῆς ἕκτης ἡμέρας αἱματῶδες·
     συνώνυμα: λατινικά maturus, αρχαία ελληνικά πέπων
  2. (μεταφορικά) (για ανθρώπους) ώριμος, που είναι σε ηλικία γάμου
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 896 (893-896)
    εἴ τις ἀγαθὸν βούλεται πα-|θεῖν τι, παρ᾽ ἐμοὶ χρὴ καθεύδειν. | οὐ γὰρ ἐν νέαις τὸ σοφὸν ἔν-|εστιν, ἀλλ᾽ ἐν ταῖς πεπείροις.
    Όποιος θέλει να χορτάσει έρωτα βαρβάτο, | νά ᾽ρθει να πλαγιάσουμε αγκαλίτσα. | Οι άγουρες δεν έχουν γνώση κι ούτε μαστοριά, | μονάχα οι ώριμες και δουλεμένες.
    Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Λυκούργος, 15.3 @scaife.perseus
    ἐγάμουν δὲ διʼ ἁρπαγῆς, οὐ μικρὰς Οὐδὲ ἀώρους πρὸς γάμον, ἀλλὰ καὶ ἀκμαζούσας καὶ πεπείρους. τὴν δὲ ἁρπασθεῖσαν ἡ νυμφεύτρια καλουμένη παραλαβοῦσα, τὴν μὲν κεφαλὴν ἐν χρῷ περιέκειρεν, ἱματίῳ δὲ ἀνδρείῳ καὶ ὑποδήμασιν ἐνσκευάσασα κατέκλινεν ἐπὶ στιβάδα μόνην ἄνευ φωτός.
  3. (μεταφορικά) (για ανθρώπους) ήπιος, μειλίχιος
  4. (μεταφορικά) (για ασθένεια) που έχει φτάσει σε πολύ κρίσιμο σημείο
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De diaeta in morbis acutis, 11, p. 306, @scaife.perseus
    ἔτι μέντοι κάκιον, εἰ ταύτας πάσας τὰς ἡμέρας προκενεαγγήσας, ἐν τῇσιν ὕστερον ἡμέρῃσιν οὕτω διαιτηθείη, πρὶν ἢ πέπειρον γενέσθαι τὴν νοῦσον· οὕτω μὲν γὰρ θάνατον φέρει φανερῶς τοῖσι πλείστοισιν, εἰ μὴ παντάπασιν εὐήθης ἡ νοῦσος εἴη.

Συγγενικά

επεξεργασία