πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πεμφῑγ-
ονομαστική πέμφιξ οἱ πέμφιγες
      γενική τοῦ πέμφιγος τῶν πεμφίγων
      δοτική τῷ πέμφιγ τοῖς πέμφιξ(ν)
    αιτιατική τὸν πέμφιγ τοὺς πέμφιγᾰς
     κλητική ! πέμφιξ πέμφιγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πέμφιγε
γεν-δοτ τοῖν  πεμφίγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πέμφιξ, -ιγος θηλυκό

  1. (για ήλιο) ακτίνα, λάμψη
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Απόσπασμα 159 Fragmentum Tragoediae quae supersunt ac deperditarum fragmenta, vol.5 apud Γαληνός, In Hippocratis Epidemiarum I, 6.1.29, 455 @scaife.perseus
    ἃς οὔτε πέμφιξ ἡλίου προσδέρκεται | οὔτ’ ἀστερωπὸν ὄμμα Λητώας κόρης.
  2. (μετεωρολογία) (για άνεμο, θύελλα) ριπή, πνοή ανέμου
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀπόσπασμα, 337 n.313 Tragicorum Graecorum fragmenta, Ed. Nauck, August, Teubner 1889. apud Γαληνός, In Hippocratis Epidemiarum I, 6.1.29, 385 @scaife.perseus
    Ἀπῆξε πέμφιξ Ἰονίου πέλας πόρου,
      2ος κε αιώνας Γαληνός, In Hippocratis Epidemiarum I, 6.1.29, p. 880 @scaife.perseus (απόσπασμα τραγωδίας του Αισχύλου)
    μή σ’ ἀναρπάσῃ | δυσχειμέρῳ πέμφιγι συστρέψας ἄφνω.
  3. (μετεωρολογία) σύννεφο βροχής, όγκος νεφών, που παρασύρονται από τον άνεμο
  4. (μετεωρολογία) (για σταγόνες βροχής) φουσκάλα
     συνώνυμα: πομφόλυξ
  5. (για αίμα) σταγόνα
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Απόσπασμα 183 Fr.183 Tragicorum Graecorum fragmenta, Ed. Nauck, August, Teubner 1889. apud Γαληνός, In Hippocratis Epidemiarum I, 6.1.29, 455 @scaife.perseus (απόσπασμα τραγωδίας του Αισχύλου)
    Μηδ’ αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ βάλῃς.
  6. (για άνθρωπο) ψυχή νεκρού, πνεύμα
  7. (ιατρική) φουσκάλα, φλύκταινα
     συνώνυμα: πομφός, φλύκταινα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία