Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φλύκταινα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φλύκταιν
α
οι
φλύκταιν
ες
γενική
της
φλύκταιν
ας
των
φλυκταιν
ών
αιτιατική
τη
φλύκταιν
α
τις
φλύκταιν
ες
κλητική
φλύκταιν
α
φλύκταιν
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φλύκταινα
<
αρχαία ελληνική
φλύκταινα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φλύκταινα
θηλυκό
(
ιατρική
)
φουσκάλα
, μεγάλη
φυσαλίδα
στο δέρμα που περιέχει πυώδες, αντί για ορώδες, υγρό.
Συνώνυμα
επεξεργασία
ψύδραξ - ακος (ο) και ψυδράκιο (υποκορ.), άφθα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φλύκταινα
αγγλικά
:
blain
(en)
,
pustule
(en)
γαλλικά
:
furoncle
(fr)
,
pustule
(fr)
γερμανικά
:
Blase
(de)