Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πομφός οι πομφοί
      γενική του πομφού των πομφών
    αιτιατική τον πομφό τους πομφούς
     κλητική πομφέ πομφοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πομφός < αρχαία ελληνική πομφός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /poɱˈfos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πομφός αρσενικό

  1. φουσκάλα, φλύκταινα, πομφόλυγα
  2. (ιατρική) τύπος βλατίδας ή πλάκας που προκαλείται από παροδικό οίδημα δέρματος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πομφός οἱ πομφοί
      γενική τοῦ πομφοῦ τῶν πομφῶν
      δοτική τῷ πομφ τοῖς πομφοῖς
    αιτιατική τὸν πομφόν τοὺς πομφούς
     κλητική ! πομφέ πομφοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πομφώ
γεν-δοτ τοῖν  πομφοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πομφός < Συγγενές με πομφόλυξ, πομφολύζω. Πιθανόν σχετικό με τη λέξη ἡ πέμφιξ, τῆς πέμφῑγος (ριπή, πνοή, φυσαλίδα) λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πομφός αρσενικό

  1. (ιατρική) φουσκάλα, φλύκταινα
    καταπίμπλαται πομφών: γεμίζει πομφούς (Ιπποκράτης (460‑377 π.Κ.Ε.), De Morbis, Lib. II.)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία