Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πομφόλυγα οι πομφόλυγες
      γενική της πομφόλυγας των πομφολύγων
    αιτιατική την πομφόλυγα τις πομφόλυγες
     κλητική πομφόλυγα πομφόλυγες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πομφόλυγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πομφόλυξ (θηλυκό, και αρσενικό) από την αιτιατική "πομφόλῠγα"

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /poɱˈfo.li.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πομ‐φό‐λυ‐γα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πομφόλυγα θηλυκό (και πομφόλυγας αρσενικό)

  1. (ιατρική) φουσκάλα στο δέρμα γεμάτη υγρό, φλύκταινα, πομφός
  2. φυσαλίδα
  3. (μεταφορικά) λόγος χωρίς ουσία, μπούρδα, αερολογία, φληνάφημα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πομφόλυγα αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πομφόλυγα θηλυκό (ή αρσενικό)