πομφόλυγα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πομφόλυγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πομφόλυξ (θηλυκό, και αρσενικό) από την αιτιατική "πομφόλῠγα"
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /poɱˈfo.li.ɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πομ‐φό‐λυ‐γα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πομφόλυγα θηλυκό (και πομφόλυγας αρσενικό)
- (ιατρική) φουσκάλα στο δέρμα γεμάτη υγρό, φλύκταινα, πομφός
- φυσαλίδα
- (μεταφορικά) λόγος χωρίς ουσία, μπούρδα, αερολογία, φληνάφημα
Άλλες μορφές επεξεργασία
- πομφόλυγας αρσενικό
- πομφόλυξ θηλυκό (καθαρεύουσα)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πομφός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πομφόλυγα αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του πομφόλυγας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πομφόλυγα θηλυκό (ή αρσενικό)