↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πομφολυγοπάφλασμᾰ τὰ πομφολυγοπαφλάσμᾰτ
      γενική τοῦ πομφολυγοπαφλάσμᾰτος τῶν πομφολυγοπαφλασμᾰ́των
      δοτική τῷ πομφολυγοπαφλάσμᾰτ τοῖς πομφολυγοπαφλάσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ πομφολυγοπάφλασμᾰ τὰ πομφολυγοπαφλάσμᾰτ
     κλητική ! πομφολυγοπάφλασμᾰ πομφολυγοπαφλάσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πομφολυγοπαφλάσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  πομφολυγοπαφλασμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

πομφολυγοπάφλασμα < σύνθετη λέξη επινοημένη από τον Αριστοφάνη από: πομφόλυξ (γενική: πομφόλῠγ-ος) + -ο- + πάφλασμα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πομφολυγοπάφλασμα ουδέτερο

  • ο ήχος από φυσαλίδες καθώς ανεβαίνουν στο νερό
    ※  5ος/4ος αιώνας πκε Αριστοφάνης, Βάτραχοι (405 π.Κ.Ε. στ. 246‑249)
    ἢ Διὸς φεύγοντες ὄμβρον
    ἔνυδρον ἐν βυθῷ χορείαν
    αἰόλαν ἐφθεγξάμεσθα
    πομφολυγοπαφλάσμασιν
    ή του Δία αποφεύγοντας τον όμβρο
    το ένυδρο χοροτράγουδο στο βυθό
    το πεταχτό το είπαμε
    με μπουρμπουληθροπαφλασμούς.
    Σκηνή: οι Βάτραχοι επιμένουν να τραγουδούν με ήλιο και με βροχή.

Συγγενικά

επεξεργασία