πομφολυγοπάφλασμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπομφολυγοπάφλασμα < σύνθετη λέξη επινοημένη από τον Αριστοφάνη από: πομφόλυξ (γενική: πομφόλῠγ-ος) + -ο- + πάφλασμα.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπομφολυγοπάφλασμα ουδέτερο
- ο ήχος από φυσαλίδες καθώς ανεβαίνουν στο νερό
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Βάτραχοι (405 π.Κ.Ε. στ. 246‑249)
- ἢ Διὸς φεύγοντες ὄμβρον
ἔνυδρον ἐν βυθῷ χορείαν
αἰόλαν ἐφθεγξάμεσθα
πομφολυγοπαφλάσμασιν- ή του Δία αποφεύγοντας τον όμβρο
το ένυδρο χοροτράγουδο στο βυθό
το πεταχτό το είπαμε
με μπουρμπουληθροπαφλασμούς. - Σκηνή: οι Βάτραχοι επιμένουν να τραγουδούν με ήλιο και με βροχή.
- ή του Δία αποφεύγοντας τον όμβρο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πομφολυγοπάφλασμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.