Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάφλασμα τα παφλάσματα
      γενική του παφλάσματος των παφλασμάτων
    αιτιατική το πάφλασμα τα παφλάσματα
     κλητική πάφλασμα παφλάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάφλασμα < αρχαία ελληνική πάφλασμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάφλασμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πάφλασμᾰ τὰ παφλάσμᾰτ
      γενική τοῦ παφλάσμᾰτος τῶν παφλασμᾰ́των
      δοτική τῷ παφλάσμᾰτ τοῖς παφλάσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ πάφλασμᾰ τὰ παφλάσμᾰτ
     κλητική ! πάφλασμᾰ παφλάσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παφλάσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  παφλασμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάφλασμα < παφλάζω, παφλασ- + -μα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰlew- (φουσκώνω, χύνομαι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάφλασμα ουδέτερο

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία